Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Πέτρος Κωστόπουλος: "Εγώ φταίω για όλα!"

Καταρχήν, φταίω εγώ. Γιατί, όταν κανείς φτιάχνει επιχείρηση, πρέπει να τη δομεί με τρόπο που να αντέχει σε σκληρές συνθήκες. Αυτό δεν έγινε στην ΙΜΑΚΟ, γιατί υπήρχε η εφορία των 90s. Παρασύρθηκα σε δαπάνες που δεν έπρεπε να έχουν γίνει».

Μόνο καρκίνο δεν έβγαλα τα τελευταία δυο χρόνια, βάζοντας λεφτά τη μια μέρα και χάνοντάς τα την επομένη. Σαν να τα έριχνα σε τρύπιο κουβά. Ναι. Λάθος έκανα. Έπρεπε να έχω σταματήσει την προσπάθεια. Αν είχα βάλει ένα στοπ ενάμιση χρόνο πριν, θα με είχα διασώσει».

Πέρυσι τέτοιες μέρες κατάλαβα ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Θυμάμαι όταν μου το ανακοίνωσε ο οικονομικός μου διευθυντής, έπαθα ψυχολογικό breakdown. Σε όλη μου τη ζωή δεν ήξερα τι είναι η κατάθλιψη, παρότι είχα χίλιους φίλους γιατρούς. Νόμιζα ότι ήταν μία μεγάλη στενοχώρια που, μετά από λίγο καιρό, σου περνάει. Έπαθα κλινική κατάθλιψη μέσα σε μία μέρα. Με έπιασε τρόμος, φόβος για κάθε τηλέφωνο που χτύπαγε, δε μπορούσα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι και κρυβόμουν κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Δεν μπορούσα να ανέβω σκάλες γιατί ο εγκέφαλός μου δεν επικοινωνούσε με τα πόδια μου. Ξάπλωνα με τις ώρες στο πάτωμα τραβώντας βαθιές ανάσες και έβλεπα το γκρεμό μπροστά μου κάθε δευτερόλεπτο».

Η Τζένη έπαθε πλάκα, βλέποντας τον άντρα της μετά από 18 χρόνια γάμου να είναι σαν σκιαγμένο κουνέλι. Αυτές τις μέρες μπορώ να γιορτάσω τα γενέθλια ενός χρόνου αντικαταθλιπτικών. Λέω να οργανώσω πάρτι με Ζάναξ!»

Έπεσα στο νταούνιασμα, γιατί έφταιγα εγώ και μόνο κατά 95%. Αν θες να παριστάνεις τον επιχειρηματία, πρέπει να είσαι μπακάλης κάθε μέρα. Εγώ παρίστανα τον καλλιτέχνη και τον δημιουργό χωρίς να κοιτάω τα νούμερα. Άμα σου πω τους μισθούς της δεκαετία του ΄90, θα σου φύγουν τα μαλλιά»

-«Ξεκινήσαμε το 1987 να παράγουμε περιοδικά για να ξεφύγουμε από τη μιζέρια και την κατάντια της Μεταπολίτευσης. Μετά, το 1995 καταλήξαμε σαν λαός σε νούμερα επιδειξιομανίας. Σαν άτομο, μπήκα κι εγώ σε αυτή τη γυφτιά. Ήθελα να έχω γρήγορο αυτοκίνητο, τζιπ, ωραίο σπίτι, ξεχνώντας από πού ερχόμουν. Όμως το θεωρώ και δικαίωμα μου. Δεν τα έφαγα από κανέναν. (…) Στη Μύκονο, μετά το 1995 άρχισαν να πλακώνουν όλοι. Νεοκοσμικοί, νεόπλουτοι, όλα τα νούμερα της χώρας, οι βίζιτες, οι της προσκολλήσεως, και οι καραγκιόζηδες των πλουσίων. Σύμβολο ολονών τους ήταν το πόσο υψηλό λογαριασμό θα πλήρωναν στα εστιατόρια, κι εκεί μάσησα και είμαι απαράδεκτος γι’ αυτό. Γιατί με τα χρόνια η ατμόσφαιρα έγινε εμετική, κι εγώ μέρος του θιάσου».